BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΜΙΑΣ ΤΕΛΕΙΑΣ

Επιτέλους κράταγε ξανά στα χέρια της ένα απ'τα αγαπημένα της βιβλία που οι συνθήκες θέλησαν να αφήσει πίσω κατά το πακετάρισμα. Άγγιζε το σκληρό εξώφυλλο, χάζευε τη γνώριμη ζωγραφιά του εξώφυλλου, έχωνε τη μύτη της στην κόλληση των φύλλων και μύριζε τη μυρωδιά του χαρτιού. Πόσα ταξίδια της - άλλα κοντινά, άλλα μακρινά - είχε περάσει με αυτό το βιβλίο ανά χείρας ή χωμένο μες την τσάντα... Τη συντρόφευε συνεχώς και όσες φορές κι αν το διάβαζε, ποτέ δεν έμενε στα ίδια. πάντα ανακάλυπτε κάτι καινούργιο. Είχε ιδιαίτερη αξία γι' αυτή. Ίσως δεν ήταν το αγαπημένο της από λογοτεχνικής/συγγραφικής άποψης, αλλά ήταν το αγαπημένο της επειδή ήταν δώρο κάποιου που αγαπούσε και εκτιμούσε πολύ. Και ακόμα κι ο συγγραφέας της θύμιζε όμορφες στιγμές. Κι ας της ήταν άγνωστος μέχρι να της τον μάθει. Ένα μόνο έλειπε. Η αφιέρωση που της είχε υποσχεθεί. Δεν έφταιγε αυτός όμως. Εκείνη δεν το επιδίωξε. Για τους δικούς της σεβαστούς λόγους. Άρχισε να το διαβάζει λαίμαργα λες και θα το ξανάχανε. Τόσες όμορφες εικόνες και ιστορίες! της είχαν λείψει. Σε πόσες από αυτές έβρισκε κατά καιρούς τον εαυτό της... Σήμερα μεταξύ των άλλων, χαμογέλασε με το εξής:



Η τελεία της Άννας

Η δασκάλα, η κυρία Ελένη, έδωσε στα παιδιά να ζωγραφίσουν ό,τι ήθελαν.
Όλα άρχισαν με όρεξη, εκτός από την Άννα, που κοίταζε το χαρτί χωρίς να κάνει τίποτα.
<< Αννούλα μου γιατί δε ζωγραφίζεις κάτι;>>
<< Αφού δεν ξέρω να ζωγραφίζω, κυρία>>
<< Κάνε μια κουκίδα >> είπε η δασκάλα και απομακρύνθηκε χαμογελώντας.
Όταν ξαναπέρασε, η Αννούλα είχε κάνει μια πολύ ωραία τελεία, όπως της είχε πει η κυρία.
<<Κάνε άλλη μια, κι άλλη, κι άλλη...>>
Έτσι η Άννα άρχισε να ζωγραφίζει.
Όταν έγινε η έκθεση των έργων, όλοι πρόσεξαν το έργο με τις τελείες.
Ήταν το πιο πρωτότυπο και ιδιαίτερο.
Ένας μαθητής πλησίασε την Άννα.
<<Σ΄αγάπησα από το έργο σου>>, της είπε,
<<και σε ζηλεύω, γιατί εγώ δεν ξέρω να ζωγραφίζω.>>
<<Κάνε μια τελεία>>, του είπε τρυφερά η Αννούλα...


Η εξομολόγηση μιας τελείας, Λουδοβίκος των Ανωγείων, Σελ. 39.